- Ουισκόνσιν
- (Wisconsin). Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Γουισκόνσιν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαν Βλεκ, Τζον Χάσμπρουκ — (John Hasbrouck Van Vleck, Κονέκτικατ 1898 – 1980). Αμερικανός φυσικός. Τιμήθηκε το 1977 με το βραβείο Νόμπελ φυσικής για την εργασία του σχετικά με την ηλεκτρονική δομή των μαγνητικών συστημάτων, από κοινού με τους Φίλιπ Άντερσον και σερ Νέβιλ… … Dictionary of Greek
Σαπίριορ, Λίμνη — (Lake Superior). Λιμναία λεκάνη της Βόρειας Αμερικής, η πιο εκτεταμένη (84.131 τ. χλμ.) της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών και η μεγαλύτερη του κόσμου από τις λίμνες γλυκού νερού. Ανήκει στον Καναδά (επαρχία Οντάριο) προς τα Β και προς τα Α και στις … Dictionary of Greek
Μακ Ντάιαρμιντ, Άλαν — (Alan MacDiarmid, Μάστερτον, Νέα Ζηλανδία 1927 –). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια και συνέχισε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, στις ΗΠΑ, για διδακτορικό τίτλο και αργότερα στο Κουίνς Κόλετζ του Πανεπιστημίου… … Dictionary of Greek
Μίσιγκαν — I (Michigan). Λιμναία λεκάνη (58.016 τ. χλμ., υψόμ. 176 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέγιστο βάθος 281 μ.) της Βόρειας Αμερικής, η μοναδική των Μεγάλων Λιμνών που ανήκει ολόκληρη στις ΗΠΑ. Εκτείνεται ανάμεσα στις ομόσπονδες πολιτείες… … Dictionary of Greek
Μπόγιερ, Πολ — (Paul Boyer, Πρόβο, Γιούτα 1918 ). Αμερικανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μπρίγκαμ Γιανγκ του Πρόβο και το 1943 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, για την διατριβή του στα ένζυμα. Μετά την ολοκλήρωση των… … Dictionary of Greek
Τόμπι, Μαρκ — (Tobey, Σέντερβιλ, Ουισκόνσιν 1890 – Βασιλεία 1976). Αμερικανός ζωγράφος. Άρχισε να εργάζεται στη Νέα Yόρκη ως σχεδιαστής σε οίκους μόδας και ως προσωπογράφος. Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σιάτλ, όπου δίδαξε τέχνη στο Cornish School και από όπου… … Dictionary of Greek